Christopher Richard Wynne Nevinson: Returning to the Trenches, 1916

Φόρος τιμής στον "απαρηγόρητο παρηγορητή του κόσμου" Γιάννη Ρίτσο




"...κ' οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως παράπονο..."


Ήταν η δεύτερη φορά που πήγαινα στη Μονεμβάσια. Και πάλι με διακατείχε εκείνη η ανυπομονησία, να ανέβω στο βράχο, να αγναντέψω την απέραντη θάλασσα  και να αφήσω την ανάσα της να μου πλημμυρίσει το στήθος. Όπως ο Ρίτσος. 


Και την πρώτη φορά είχα μια αδημονία, που όσο πλησίαζα το κάστρο, γινόταν ανάγκη αδιάλλαχτη. Και τώρα τα ίδια.
Αλλά, τώρα είχα μαζί μου και το Θανάση. Το γιο μου, τον πεντάχρονο, που χρειάζεται όλα να του τα εξηγώ, γιατί ρουφάει τον κόσμο με ορμή και ταχύτητα απερίγραπτη. Ανεβήκαμε τη στενή σκαλίτσα και φτάσαμε στο ταρατσάκι, μπροστά απ' το σπίτι που μεγάλωσε ο Ρίτσος. Κι αφού είδαμε την προτομή του και μιλήσαμε για αυτόν, κοιτάξαμε το πέλαγος. Σιωπηλοί, για λίγο, στο σούρουπο.


Την πρώτη φορά, δεν κατάφερα να επισκεφτώ τον τάφο του. Το ήθελα όμως πολύ. Τώρα βρήκα την ευκαιρία. Το πρότεινα στο Θανάση και κατεβήκαμε με τα πόδια τον κατήφορο δίπλα στα βράχια, πάνω απ' το κύμα, μέχρι τη μέση του. Εκεί είναι το νεκροταφείο της Μονεμβάσιας. Είναι ένας μικρός περίβολος κλειστός, πάνω στο βράχο. Κι οι τάφοι, χωρίς χώμα, σαν λαξεμένοι πάνω του, στενοί, κοντοί, στριμωγμένοι ποιος θα πρωτοαγναντέψει τη θάλασσα.


Εγώ νιώθω δέος. Κι ο Θανάσης κοιτάζει ολόγυρα το νεκροταφείο. Έχει μια περιέργεια για το θάνατο, που εδώ κι ένα σχεδόν χρόνο δεν λένε να κατευνάσουν οι μπόλικες ερωταποκρίσεις μας κι η φαντασία του. 

Ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει και το φως είναι πλέον λιγοστό. Κοιτάμε το μνήμα του Ρίτσου. Μια επιτύμβια στήλη πάνω σε μια λευκή πλάκα κι ένα στενό παρτεράκι, περίγραμμα, με λίγα λουλούδια. Κι εκεί, πάνω στην ανοιξιάτική υγρασία του μαρμάρου ο Θανάσης ανακάλυψε τη διαλεκτική.


- Α! ένα σαλιγκάρι, ξεφώνισε. Και, με όλη του την παιδική ξενοιασιά, απλώθηκε μπρούμυτα πάνω στο λευκό μνήμα, να το περιεργαστεί...






Μικροπράγματα


Τσατσάρες, ζώνες, ξυράφια -
αχ, μικροπωλητή μου, που νά 'ξερες
μ' αυτή σου τη φτωχή πραμάτεια
πόσα μπαλκόνια μου ανοίχτηκαν
κατάντικρυ στη θάλασσα,
πόσα δάση μου χάρισαν τον ίσκιο τους,
πόσα αγάλματα μ' ερωτεύτηκαν
κι αυτό το μικρό σαλιγκάρι
με δυο κεραίες από ζελατίνα
σεργιανάει ευτυχισμένο σ' ένα φύλλο
κι ονειρεύεται μαζί μου.



Γιάννης Ρίτσος 1988, από τη συλλογή: Αργά, πολύ αργά, μέσα στη νύχτα.










Δείτε εδώ κάποια ποιήματά του.