Christopher Richard Wynne Nevinson: Returning to the Trenches, 1916

Дубинушка (ντουμπίνουσκα): Η ιστορία ενός επαναστατικού τραγουδιού (γνωστού και ως "Οι βαρκάρηδες του Βόλγα")



Η λέξη "ντουμπίνα" στα ρωσικά (υποκοριστικό: ντουμπίνουσκα) σημαίνει το μακρύ ξύλο, το στειλιάρι, τον στύλο κλπ. Ντουμπίνουσκα, όμως είναι και μια σειρά από τραγούδια εργασίας, που τραγουδιούνται αργά και με συγκεκριμένο ρυθμό για να οργανώσουν ρυθμικά την κοινή κοπιώδη σωματική προσπάθεια. Τα κουπλέ τα τραγουδά ένας και το ρεφρέν όλοι μαζί.  Η ντουμπίνουσκα ξεκινά παραδοσιακά από την αποψίλωση των δασών για τη δημιουργία καλλιεργήσιμων εκτάσεων (πολλά δάση, μεγάλες εκτάσεις, ασύλληπτο άχθος και τεράστιος κόπος). Για να ξεριζώσουν το δέντρο έκοβαν τις χοντρές πλαϊνές ρίζες και το τραβούσαν με σχοινιά που έδεναν στην κορυφή του δέντρου. Έβαζαν όλοι μαζί δύναμη για να πέσει το "στειλιάρι", το δέντρο δηλαδή. 

Αργότερα αυτά τα τραγούδια, διαδόθηκαν μεταξύ των βαρκάρηδων του Βόλγα. Οι βαρκάρηδες του Βόλγα δεν έχουν καμία σχέση με την εικόνα της μικρής ασπρισμένης ψαρόβαρκας στα γαλάζια νερά που συνειρμικά σκεφτόμαστε εμείς στην Ελλάδα. Πρόκειται για μισθωτούς εργάτες, οι οποίοι από τον 16ο ως και το 19ο αιώνα - οπότε χρησιμοποιήθηκαν ατμομηχανές – χρησιμοποιούνταν ως υποζύγια. Ζαλώνονταν μεγάλους δερμάτινους ιμάντες που συνδέονταν με παλαμάρια και όλοι μαζί περπατώντας στις λασπώδεις, κι άλλοτε αμμώδεις και ανώμαλες όχθες έσερναν φορτηγίδες μαούνες κατά μήκος του ποταμού, ενάντια στα ρεύματα! Από αυτόν τον τεράστιο κάματο έρχονται οι στίχοι "βυθιζόμενοι στην άμμο σπάνε τα πόδια κι οι ράχες" και "σχίζονται τα στήθη" από τον πόνο και την κραυγή που βγάζει κανείς όταν βάζει όλη του τη δύναμη. Για αυτό και το ρεφρέν αναφέρεται στο ρήμα "ούχνεμ" (ηχητικό από το βογκητό "ουχ" στο πρώτο πληθυντικό). "Και για να γίνει πιο εύκολη η δουλειά τραγουδάμε τη ντουμπίνουσκα".

Στα τραγούδια των βαρκάρηδων του Βόλγα εμφανίζονται και οι πρώτοι σαρκαστικοί στίχοι με αναφορές στους αφέντες κυρίους τους π.χ. για να πατήσει ο αφέντης θα ρίξουμε νέες κοπέλες στο ποτάμι κ.α.
Τα τραγούδια αυτά κατ’ επέκταση χρησιμοποιήθηκαν και στις κατασκευές και τη βιομηχανία της εποχής, όπου χρειαζόταν σκληρή ομαδική εργασία. Έγιναν έτσι εργατικά τραγούδια.

Στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, με την τεράστια επιρροή του κινήματος των Δεκεμβριστών και τη μοναρχία να φαίνεται όλο και περισσότερο αναχρονιστική, εδραιώνεται το ενδιαφέρον της διανόησης προς τον απλό, πεινασμένο, βρώμικο και αμόρφωτο ρωσικό λαό. Το συχνότερο θέμα των στίχων, της ζωγραφικής κ.λπ. είναι η κίνηση του καλλιτέχνη από τα σαλόνια στο λαό.  Αποκορύφωμα είναι η γνωστή "πορεία προς το λαό" των ναρόντνικων επαναστατών το 1873. Μέσα σε όλα αυτά, τέτοια λαϊκά μοτίβα γίνονται αντικείμενα έντεχνης επεξεργασίας, μεταδίδονται ανώνυμα και μπαίνουν οι βάσεις για μια ολόκληρη – εθνικιστική κατά βάση θα έλεγα εγώ – τάση που χαρακτήρισε και όλη τη Σοβιετική τέχνη αργότερα.

Το 1865 ενώ η μοναρχία έχει καταργήσει μόλις τη δουλοπαροικία και η διανόηση επαναστατικοποιείται όλο και πιο πολύ, εμφανίζεται για πρώτη φορά ένα ποίημα επώνυμο, του Βασίλι Μπογκντάνοβ (Василий Иванович Богданов), το οποίο χρησιμοποιεί το ρεφρέν του λαϊκού τραγουδιού ατόφιο, αλλά οι υπόλοιποι στίχοι είναι εμπνευσμένοι από το πόνο, τον κάματο και τη σκληρή ζωή των εργατών. Ξεκινά βέβαια από τη θέση του διανοούμενου, μιλώντας στο πρώτο ενικό για το πώς άκουσε στην ενδοχώρα να τραγουδά ο λαός τραγούδια της χαράς και της λύπης, αλλά από όλα του εντυπώθηκε στη μνήμη αυτό το τραγούδι. Όσο κλιμακώνεται ο στίχος περνά στο πρώτο πληθυντικό. Ταυτόχρονα χρησιμοποιεί μεταφορικά τη ντουμπίνα για μιλήσει για τη δύναμη της συλλογικότητας και υπονοεί και τη χρήση της για κάποια πολιτική αλλαγή. Επίσης αναφέρεται στην αγγλική ανακάλυψη των ατμόπλοιων ως απειλή για τη δουλειά τους (στοιχείο που φαίνεται και στον γνωστό πίνακα του Ρέπιν (Илья Репин) με τον μακρινό καπνό του ποταμόπλοιου που έρχεται από πίσω). 
Το τραγούδι διαδίδεται αρκετά, αλλά γίνεται ανάρπαστο μετά το 1885. Εκείνη τη χρονιά έγινε η πρώτη μεγάλη και καλά οργανωμένη απεργία εργατών στην κλωστοϋφαντουργία Μορόζοβ – από 8 εώς 11 χιλιάδες εργάτες που μετά την κρίση του 1880 μειώθηκαν τα μεροκάματά τους 5 φορές και τα πρόστιμα παραγωγής που τους επέβαλαν οι ιδιοκτήτες έφταναν από 25 – 50% του μεροκάματου. Η απεργία πατάχθηκε από το στρατό, 800 εργάτες στάλθηκαν εξορία χωρίς δίκη, δεν κατάφεραν να ανεβάσουν τα μεροκάματα, αλλά άλλαξε η πολιτική των προστίμων και τοπικά και σε όλη τη Ρωσία και οι αρχές φοβήθηκαν τη μαζικότητα. Ο αντίκτυπος που είχε ήταν τεράστιος. Την ίδια χρονιά ο Αλεξάντρ Όλχιν (Александр Александрович Ольхин) δημοσιεύει άλλη μία επώνυμη εκδοχή της ντουμπίνουσκας κρατώντας την ιδέα του Μπογκντάνοβ και τρία από τα κουπλέ του. Προσθέτει όμως επαναστατικούς στίχους.
Στην εκδοχή του Όλχιν υπάρχει η θλίψη για τις κακουχίες και την εκμετάλλευση, αλλά υπάρχει και οργή για τη βία των αφεντικών και του κράτους και για την εκμετάλλευση και την κοροϊδία του λαού από τους παπάδες. Στο τέλος κάθε κουπλέ, το ρεφρέν με τη ντουμπίνουσκα μοιάζει να αναφέρεται περισσότερο στο "στειλιάρι" που πρέπει να πιάσει ο λαός εναντίον τους παρά στην αρχική σημασία. Το τελευταίο κουπλέ μιλά ξεκάθαρα:

   Но настанет пора и проснется народ,
   Разогнет он могучую спину
   И на бар и царя, на попов и господ
   Он отыщет покрепче дубину.

   Και θα έρθει εκείνη η ώρα που θα ξυπνήσει ο λαός
   Θα ορθώσει τη ρωμαλαία του ράχη
   Και για τους αφέντες και τον τσάρο, τους παπάδες και τους κυρίους
   Θα βρει πιο γερό στειλιάρι

Το τραγούδι, προφανώς, δεν περνά από την τσαρική λογοκρισία, αναπαράγεται στα παράνομα τυπογραφεία και, βέβαια, γίνεται ανάρπαστο. Συνδέεται με τις επαναστατικές ομάδες και γίνεται ένα από τα πιο δημοφιλή επαναστατικά τραγούδια, τουλάχιστον μέχρι την εποχή της Οκτωβριανής επανάστασης.

Αυτή την εκδοχή τραγουδά και ο Φιόντορ Σαλιάπιν (Фёдор Иванович Шаляпин) στα μοτίβα της αρχικής λαϊκής μουσικής, την οποία επιμελήθηκε ο Φιόντορ Κιόνεμμαν (Фёдор Кёнеман) στην ανάρτηση https://www.youtube.com/watch?v=2rf8FoMsNps.  

Η γνωστή εκδοχή για ορχήστρα του Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοβ (Николай Андреевич Римский-Корсаков) είναι λίγο μεταγενέστερη και έχει μετατρέψει το αρχικό μοτίβο σε "μαρς", που ίσως είναι πιο επαναστατικό, αλλά έχει κι ένα στοιχείο χαρούμενο και νατουραλιστικό (με αναφορές στην παράδοση, τη ρωσική φύση, την ανεμελιά της υπαίθρου κ.α.).  http://www.youtube.com/watch?v=7f4-Hj-INzoΑυτή η έντεχνη εκδοχή θα εμπνεύσει πολλούς αργότερα. 

Ο Φιόντορ Σαλιάπιν (Фёдор Иванович Шаляпин) έχει ερμηνεύσει επίσης και μια από τις αρχικές λαϊκές εκδοχές αυτών των τραγουδιών εργασίας, με το χαρακτηριστικό "ει ουχνεμ" (ακούστε την εδώ). Το τραγούδι συχνά ονομαζόταν όπως όλες οι εκδοχές της ντουμπίνουσκα "το τραγούδι των βαρκάρηδων του Βόλγα". Αυτή η συγκεκριμένη μελωδία έγινε διάσημη στο εξωτερικό. Το 1922 ο Manuel de Falla εκδίδει μία διασκευή της για πιάνο κατά παραγγελία της Ένωσης των Εθνών για την υποστήριξη των θυμάτων του Α’ Παγκοσμίου πολέμου (ακούστε το Canto de los remeros del Volga Εδώ). Ο Glenn Miller, πατώντας πάνω στα κοινά σημεία της ντουμπίνουσκας του de Falla και της μάυρης μουσικής των blues και της gospel (κι αυτά από τραγούδια εργασίας προέρχονται άλλωστε), φτιάχνει μια τζαζ εκδοχή που φτάνει το νο1 στα αμερικάνικα τσαρτς το 1941. http://www.youtube.com/watch?v=LJRts1kwzKc

Στη Σοβιετική Ρωσία η ντουμπίνουσκα εκτελέστηκε χιλιάδες φορές, τις περισσότερες βέβαια ως φολκλόρ.

Ο Σαλιάπιν, βέβαια, συνδέθηκε όσο κανείς άλλος με αυτό το τραγούδι. Το τραγούδησε το 1905 πανηγυρίζοντας, όταν ο τσάρος ανακοίνωσε τη δημιουργία συντάγματος και την ίδρυση κοινοβουλίου κάτω από την πίεση της επανάστασης, στο κέντρο Μετροπόλιταν που τραγουδούσε, ανεβασμένος πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Σαλιάπιν δεν ήταν επαναστάτης και δεν ήξερε επαναστατικά τραγούδια, ήταν όμως προοδευτικός άνθρωπος. Το 1906 το τραγούδησε για πρώτη φορά σε ένα κονσέρτο στο Κίεβο με ζωντανό κοινό εργάτες απεργούς, όπου οι "μυημένοι" του ζητούσαν επαναστατικά τραγούδια, που αυτός όμως δεν ήξερε. Θυμήθηκε λοιπόν την ντουμπίνκα και τους ζήτησε να λένε όλοι μαζί το ρεφρέν. Δεδομένης της τεχνολογίας της εποχής, πέντε χιλιάδες άνθρωποι να το τραγουδούν ήταν κάτι εκστατικό. Ο Σαλιάπιν αποθεώθηκε από το κοινό και ο ίδιος απογειώθηκε συναισθηματικά. Δώρισε και την αμοιβή του στο ταμείο αλληλοβοήθειας των εργατών και από τότε άρχισαν και τα προβλήματά του με το τσαρικό καθεστώς. 

Μετά και από αυτό του ζητούσαν πάντοτε να πει αυτό το τραγούδι και κάθε φορά που το έλεγε γίνονταν διαδήλωση!

Ιλιά Ρέπιν (Илья Репин) - Οι Βαρκάρηδες του Βόλγα (1873)